- υδροδείκτης
- και υδροδείχτης, ο, Ντεχνολ. βαθμονομημένος γυάλινος σωλήνας μικρής διαμέτρου, που χρησιμεύει για τον έλεγχο τής στάθμης τού νερού σε λέβητα ή σε δεξαμενή.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + δείκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.